Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Φώτα θέσης.




Μια περίεργη σκοτεινιά πέφτει αυτές τις μέρες
όχι μέσα -άστα αυτά-, σου μιλώ για έξω.
Μεσημέρι ακόμα και ανάβεις φώτα θέσης -υπάρχω-.
Τελευταία όλο και περισσότεροι τ' ανάβουν από νωρίς.
Σε κάθε λογής οχήματα: μικρά, μεγάλα, παλιά ή καινούρια.
Φτωχοί και πλούσιοι , παραδοσιακοί ή μοντέρνοι,
όλοι σιγά σιγά ανάβουμε τα μικρά μας φώτα -υπάρχουμε-.


Είναι δύσκολη πολύ η ώρα της μικρής της σκάλας,
για το μεταβατικό στάδιο απ' τη μέρα στη νύχτα.
Και κυρίως, για τη νύχτα' που έρχεται,
Για τα φώτα διασταύρωσης που θ' ανάψουν σε λίγο,
όταν πέσει το βαρύ σκοτάδι και τα πνίξει όλα,
Για τα φώτα των στοπ όταν όλα σταματήσουν
και χειρότερα για εκείνα τα φώτα της πορείας,
που σε τυφλώνουν, σε ζαλίζουνε
και πια τίποτα καθαρά δε βλέπεις.


Θυμώνω. Και στον καιρό και στους καιρούς.
Θέλω ήλιος να γεμίζει τις μέρες μου, φως.
Αυτό το ατέλειωτο σούρουπο αρχίζει να μ' εξασθενεί.
Επηρεάζει σοβαρά την όρασή μου και βλέπω όνειρα θολά.
Βλέπω το μέλλον να μακραίνει ολοένα, παγωμένο.


Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Τα χέρια μας, δεμένα.



Ένα χέρι
μέσα στ' άλλο σφιχτά
να δίνει, να παίρνει
ένα σφήξιμο, ένα χάδι


Ένα χέρι
μέσα στ' άλλο σφιχτά
ν' αγαπάει, ν' αγαπιέται
να σε κλείνει, να ανοίγεται


Το χέρι μου, το δικό σου
τα χέρια μας, δεμένα
οι καρδιές μας, δεμένες
και τα μάτια μας, δεμένα
και τα χείλη μας, δεμένα
κι οι λέξεις, πόσο δεμένες
κι οι ζωές μας, δεμένες


Τα χέρια μας, μες στη σιωπή,
Τα χέρια μας, πόσες λέξεις
Τα δάχτυλά σου;
Τα δάχτυλά μου;
Το χέρι σου;
Το χέρι μου;
Τα χέρια μας.
Τα χέρια μας, δεμένα.


Τα χέρια μας.
Δεμένα.
Δεμένα.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Λίγες μαργαρίτες μετά.




Ναι, το ξέρω. Πρέπει να περιμένω.
Να ηρεμήσουν ξανα τα νερά.
Το ξέρω. Δύσκολο είναι βέβαια.
Ναι. Το ξέρεις κι εσύ.
Αλλά πρέπει να δείχνω πάντα εμπιστοσυνη.
Δύσκολο; Δεν ξέρω. Ξέρεις;
Οχι, δεν ειναι δυσκολο. Ξερω.
Και περιμένω. Εμπιστεύομαι και περιμένω.
Ας είναι και καμιά φορά δύσκολο.
Γιατί ξέρω. Όπως ξέρεις.
Είδες; Πάλι το ίδιο είμαστε.
Η αγάπη, η απέραντη αγάπη.


Καληνύχτα.

ΥΓ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο λες ε; Δεν ξερω. Ξέρεις;
Εξάλλου αύριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα. Ναι; Ναι!

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Mια μικρή εξομολόγηση περί φωτογραφίας.



Είναι άπειρες οι εικόνες που βλέπεις
και θες να αποτυπώσεις για πάντα.
Κι είναι άπειρα μεγάλη η αδυναμία σου να το κάνεις.
Αν δεν τολμήσεις να σηκώσεις το φακό προς την εικόνα,
μετά από λίγο θα την έχεις ξεχάσει.
Αν τολμήσεις, το αποτέλεσμα θα είναι απο ελλειπές ως άδικο.


Ταξιδεύεις με τη μηχανή
κι έχεις στο μυαλό σου χίλιες σκέψεις.
Αφήνεις το τζάμι του κράνους ανοιχτό
να σε χτυπάει ο αέρας του τοπίου
κι η ομορφιά του μες στα μάτια.
Και θες να σηκώσεις το φακό και να βγάλεις μια φωτογραφία
που να τα βλέπει και να τα χωρά όμως όλα.
Θες να βγάλεις μια φωτογραφία, σαν να την έβγαζε η ψυχή σου.


Να φαίνονται όλα:
και τα γυαλιά - σα να 'ναι η ψυχή σου πίσω τους-
και οι άκρες από το κράνος
και το πόδι σου δίπλα απ'την άσφαλτο που τρέχει γρήγορα,
ο ήλιος που σε καίει,
η θάλασσα και η γιατρειά της μυρωδιάς της,
ο αέρας που φυσάει το πουκάμισο,
η μουσική που παίζει στ' αυτιά σου εκείνη τη στιγμή,
οι σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου.
Η βαθιά ανάσα που παίρνεις, ο αναστεναγμός,
η βαθιά ευγνωμοσύνη για όλη την ομορφιά.
Όλα.
Μια φωτογραφία που να τα χωράει όλα.


Τολμάς και σηκώνεις το φακό.

Αλλά το αποτέλεσμα πάντα είναι απο ελλειπές ως άδικο.



Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Εδώ, μέσα μου.




Δεν είσαι δίπλα μου,

είσαι μέσα μου.

Δε σου περιγράφω αυτό που βλέπω,

το κοιτάς μέσα απ' τα μάτια μου.

Δε σου μιλώ,

αλλά με νιώθεις.

Δε σε ακούω,

μα σε αισθάνομαι.

Δεν είμαι εκεί

μα είσαι εδώ.

Εδώ.

Μέσα μου.

Το πιο σπουδαίο απ' όλα.




Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Το αγαπημένο βραχιόλι.





146 πέτρινες στρογγυλές χάντρες, ακριβώς.
Πράσινες οι περισσότερες
-μερικές αλλάζουν μόνο αποχρώσεις-.
Χωρισμένες στα δυο,
71 απ' τη μια και 76 απ' την άλλη.
Το όνομα της πέτρας
ξεχασμένο στ' ανατολίτικα σοκάκια
που ζουν απ' την ύπαρξή της.


Μ' αρέσει όταν το φορώ στο χέρι,
πέντε κύκλοι αγκαλιάζουν τον καρπό μου
το φως αντανακλά στο πράσινο,
με κάνει και χαζεύω.



Οδηγούσα στη φωτισμένη πόλη, δίπλα εσύ
"κούμπωσέ το μου" και άπλωσα το χέρι το δεξί,
προσπάθησες, "δε μπορώ" και γέλασα:
"να κουμπώσεις ένα βραχιόλι;"
Το 'βαλα τυφλά στη θήκη της πόρτας, ξεχάστηκε.


Το χέρι τ' αριστερό
-που 'ξερε να το κουμπώνει-
θυμήθηκε ξαφνικά
-χωρίς λόγο ή σημάδι- τη θέση,
έσκυψε, το σήκωσε στη μέση μιας στροφής
και το 'σφιξε, δυνατά.
Εσύ. Σε κάθε μία χάντρα. Η μορφή σου.
Το φόρεσα αμέσως στο δεξί,
το κράτησα εκεί και το κοιτούσα.
Οι χάντρες όλες εσύ
κι εγώ
-πόσο θα 'θελα ακόμα-
η πετονιά που τις κρατάει.


Και τότε, το αγαπημένο μου βραχιόλι,
έγινε για πάντα πιο αγαπημένο μου.
(μου 'λειπες, μα τώρα σε φορώ)


Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Το βλέμμα που σκληρά με ξαγρυπνά.




Σταμάτησα την προσπάθεια,
άφησα τα μάτια αργά ν' ανοίξουν.
Καλύτερα να σ' αντιμετωπίσω.
Όταν αρνούνται οι παλμοί να πέσουν
ξέρω πως είσαι κάπου γύρω'
το βλέμμα σου σκληρά με ξαγρυπνά.


Ήσουν εκεί, απέναντί μου,
φορώντας τα ρούχα της απώλειας
της αβάσταχτα ανεξήγητης
και με κοιτούσες λες κι άλλαξα πολύ.


Προσπάθησα.
Άπλωσα κάποτε το είναι μου σε τραπέζι χειρουργικό,
άρχισα ν' αφαιρώ όσα δικά σου ήταν κομμάτια
δίχως βαριές αναισθησίες -δεν άφησες περιθώρια-
όλα ένα ένα να τα νιώσω από πάνω μου να φεύγουν.


Κόπος μάταιος.
Έγινα άλλος εαυτός, κι από μισός πιο λίγος' ξένος
Τούτο τ' ομοίωμα ανθρώπου δεν το ήξερα.
Κλαίγοντας κι άτσαλα τα 'βαλα πίσω ένα ένα, όλα μαζί
έχασε την τάξη του τ' αλλοτε ωραίο σώμα,
χάθηκε η υφή η φυσική κι απόλυτη,
η ομοιομορφία του ταιριαστού.
Έμεινα εκεί να θρηνώ δυο εαυτούς:
έναν δικό μου κι έναν ξένο κι ύστερα


πέρασες δίπλα μου ξυστά
και τίποτα δε θα τα γιάτρευε όλα πιο πολύ
από ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μάγουλό σου,
απόψε.