Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Ένα εσύ.



Ένα εσύ απροσδιόριστο και τόσο συγκεκριμένο συνάμα,
που με κυνηγά στις πιο κρυφές ακόμα άκρες της ψυχής μου,

που ρίζωσε βαθιά στο δέρμα μου και το κουβαλώ σα βάρος.

Κι όταν δεν το θέλω εμφανίζεται από παντού και με κυνηγά,

ή αν το ζητώ, σκληρά αρνείται το άγγιγμα μου,

τιμωρώντας με πάλι που το θέλησα.



Ένα εσύ, ακόμα εκεί, να με στοιχειώνει, ψυχή και σώμα,
να μένει κρυφά στο βλέμμα μου για να ελέγχει ό,τι βλέπω,

να κρύβεται πίσω απ' όλες τις λέξεις στα ποιήματά μου

μήπως και πω καμιά αλήθεια βαριά ή ενα ανούσιο ψέμα ακόμα,

να με τιμωρεί ένα εσύ, που άλλο "ησύχασε" δεν ήξερα από το δικό του.



Ένα εσύ, πικρή τιμωρία ίσως που άγγιξα το τριφύλλι το θαλασσινό,

που πίστεψα κάποτε πως η μια φορά στα χίλια χρόνια ήμουν εγώ

και τώρα το αιώνια πόσο λίγο αλήθεια κράτησε.



Ένα εσύ τόσο εχθρικό, που δε μοιάζει καθόλου πια με σένα.





(Εικόνα: www.deviantart.com
Χρήστης: KaterinaBelkina)


Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Ένα σταμάτημα στην Αθήνα.



Σήμερα θα ήθελες να περπατάς στην Αθήνα
να είναι σουρουπο ή βράδυ
να κατηφορίζεις την Πανεπιστημίου, μέχρι την Αιόλου..
να παίρνεις τον πεζόδρομο, μετά στην Αγίου Μάρκου,
ύστερα να κάτσεις για λίγο στην Καπνικαρέα να προσευχηθείς
και μετά να ανεβαίνεις την Ερμού,
όλο κόσμο και πρόσωπα,
να χαζεύεις τους στολισμούς στο Σύνταγμα
κι όλη τη Βασιλίσσης Σοφίας μέχρι τον Ευαγγελισμό,
να κοιτάς μέσα στα μάτια περνώντας
το Δρομέα
που όλο τρέχει να φτάσει κι όλο κολλημένος
είναι ανάμεσα στον πόνο και τη χλιδή.
Σαν και σένα.


Να φοράς πάλι ακουστικά στ' αυτιά,
να ακούς μελωδίες μόνο κι όχι λόγια,
με ένα μπλε σκούρο τζιν,
μαύρα αθλητικά παπούτσια
και το μαύρο το παλτό.
Με τα χέρια στις τσέπες.
Μόνο το mp3 στο χέρι κι ένα 5ευρω στην πίσω τσέπη.
Ούτε τσάντες, ούτε χαρτιά ούτε αντζέντες.
Και το γαλάζιο κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό,
για το κρύο.


Θα κάνει κρύο σήμερα στην Αθήνα.
Είναι ωραία όταν κάνει κρύο στην Αθήνα
και περπατάς κάτω από τα κίτρινα φώτα του κέντρου.
Δε φαίνονται παράξενα τα μάτια σου
που είναι βουρκωμένα
και μπορείς να χαζεύεις απο 'δω κι από κει,
να σταματάς και να κάθεσαι όπου θες,
να τρως μια σοκολάτα στο παγκάκι
κοιτώντας τα αμαξια και τον κόσμο που περνάει,
δίπλα από το άγαλμα του Καραϊσκάκη
-πάντα σου άρεσε αυτή η πλατεία,
για τη μοναξιά της-


Και να είσαι ένας.
Να είναι αναφαίρετο δικαίωμά σου να είσαι ένας,
ΜΟΝΟΣ,
κι όχι παραξενιά ή δυσκολία
ή πρόβλημα
που πρέπει να το λύσεις
ή να το λύσουν οι άλλοι.
Και να σου χτυπά ο κρύος αέρας το πρόσωπο,
να ανακουφίζει τον πόνο σου τον μέσα
που οι άλλοι, που περνούν,
δεν ξέρουν.
Που δεν ξέρουν ούτε εσένα κι ούτε εσύ τους ξέρεις
ούτε θες να τους μάθεις
όπως ίσως δε θέλουν εκείνοι να ξέρουν εσένα.
Να μη βλέπεις γνωστούς,
να είσαι ελεύθερος και μόνος, μοναδικός.
Να 'χεις μόνη σου συντροφιά
αυτόν τον κόμπο, στο λαιμό,
που χρόνια τώρα δε λέει να σ' αφήσει.
Τόσο, που τον συνήθισες πια.


Και τα λαμπιόνια τα Χριστουγεννιάτικα να είναι όλα αναμμένα
κι όλοι να τρέχουν
κι εσύ να περνάς ανάμεσα τους ήρεμα, γαλήνια,
ξορκίζοντας το κακό και τη θλίψη,
αφήνοντας τη να τρέξει στα πλακάκια των πεζοδρομίων,
να κυλήσει στην πλατεία,
να περάσει το δρόμο
να σε πιάσει εσένα το φανάρι των πεζών
και μέχρι ν' ανάψει πράσινο,
να την έχεις χάσει.


Κι η μουσική ακόμα να παίζει στα αυτιά σου,
αλλά να ακούγεται τώρα πιο δυνατή
σα να παίζεις εσύ στη μουσική κι όχι εκείνη για σένα,
σα να γυρίζεις μια ταινία βουβή
που μόνο η μελωδία ακούγεται
κι ίσως καμιά φορά τα βήματά σου,
όχι τα λάστιχα των αυτοκινήτων ή τα κορναρίσματα
ή η κίνηση που ποτέ δε θα σταματήσει.
Να σταματάς εσύ.


Αυτή τη βόλτα στην Αθήνα
την έχεις αυτή τη στιγμή ανάγκη
περισσότερο απ' το κάθε τι.
Αυτό το σταμάτημα.




Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Have you noticed.


Lord, have you noticed that I try?
Mum, have you noticed that I try?

Or maybe, Love, have you noticed that I try?

Has anybody noticed that I try?

Lord, could you please give me some time?

Mum, could you please give me some time?

Or maybe, Love, could you please give me some time?

Can anybody give me some more time?


Έχω την αίσθηση πως αυτό το τραγούδι είναι η πληρέστερη μικρογραφία της ανθρώπινης υπόστασης.
Περιγράφει όλη τη ζωή του Ανθρώπου με όσες λεπτομέρειες χωρούν σε 62 απόλυτες λέξεις.
Όσες ακριβώς λεπτομέρειες χρειάζονται.

Περιλαμβάνει όλους τους ήρωες αυτής της διαδρομής, πρωταγωνιστές και κομπάρσους.

Μέσα σε 62 ακριβείς λέξεις.


H προσπάθεια.
Όλη μας η πορεία μια αδιάκοπη προσπάθεια.
Από την αρχή, ως το τέλος.
Από μωρό ως γέρος ή μέχρι εκεί που φτάνει κανείς.
Να προσπαθεί: να μάθει, να φτάσει, να κερδίσει, να ξεπεράσει, να προσπαθεί.
Κι η ανταμοιβή; Να βλέπει ο άλλος την προσπάθειά σου, να την εκτιμά, να τη σέβεται.

Ο Άλλος.

Ποιος είναι ο άλλος;

Πρώτα, ο Θεός. Η άλλη Δύναμη:
"Κύριε", ρωτά, "βλέπεις πως προσπαθώ; Το βλέπεις;"

Ύστερα η Μητέρα, η οικογένεια:
"Το είδες εσύ Μητέρα; Με βλέπεις πόσο πασχίζω;"

Και ίσως -αυτό το ίσως να 'ναι ΝΑΙ- η Αγάπη, ο άλλος δίπλα σου - και μέσα σου:
"Πόσο προσπάθησα και πόσο προσπαθώ μετράς;"

Και μετά όλοι οι άλλοι, οι φίλοι, οι εχθροί και οι γνωστοί, οι δάσκαλοι κι οι μαθητές, οι άλλοι:
"Το 'μαθες κόσμε πόσο προσπαθώ; Το ξέρεις;"

Προσπάθεια. Αέναη προσπάθεια. Και μετά;

O Χρόνος.
Ύστερα από τόση προσπάθεια, ο Χρόνος.
Που ποτέ δε φτάνει.
Ποτέ δε φτάνει ο χρόνος.
Πάντα θες κι άλλο.
Από την αρχή ως το τέλος θέλεις κι άλλο χρόνο.
"Άσε με Μάνα να παίξω λίγο ακόμα."
"Κι εσύ Αγάπη, μείνε μαζί μου άλλο λίγο."
"Καθείστε κι όλοι οι άλλοι, να μην τελειώσει τώρα το παιχνίδι."
Και στο τέλος,
"Θεέ μου, Θεέ μου, δώσε μου λιγάκι ακόμα χρόνο..."


Να προσπαθήσω...






Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

H πόλη του νερού.


Ζω στην πόλη της βροχής και της θάλασσας.
Ζω στην πόλη του νερού.


Εκεί που συνυπάρχουν ειρηνικά
η προσπάθεια και η παραίτηση,
η δημιουργία και η καταστροφή,
η ζωντάνια κι ο θάνατος.
Στην πόλη που ζω
-την πόλη μου-

βασιλεύουν οι αντιθέσεις,
κάθε μια με τη σειρά της.

Όμως εγώ την αγαπώ,

κι ας με σκοτώνει εκείνη,
εγώ την αγαπώ και την ξαναζωντανεύω
-άλλη μια αντίθεση που είχα προς στιγμήν ξεχάσει-.

Είναι όμορφη μες στην ασχήμια της

-την ομορφιά την είχε από πάντα,
την ασχήμια όμως της τη φορτώσανε οι άλλοι-.

Μ' αρέσει αυτή η πόλη,

όλα της μ' αρέσουν.
Και κυρίως οι αντιθέσεις της.


Το μόνο που δε μ' αρέσει πια σ' αυτήν,
είσαι εσύ.
Μ' αρέσεις πιο πολύ μες στη δική σου πόλη,
που 'ναι και πόλη δική μου πια, δεύτερη.



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Αγναντεύοντας



Απολαμβάνοντας την γνώριμη ομορφιά ενός δροσερού μεσημεριού
ή μιας ευχάριστα ζεστής νύχτας
στο μπροστινό μου μπαλκόνι,
συμβαίνει πολλές όπως ρίχνω το κεφάλι στην καρέκλα πίσω με τα μάτια κλειστά ,
ν' ακούω μια απόκοσμα όμορφη θάλασσα.
Πλημμυρίζει παράξενα το δρόμο,
καταπίνοτας αχόρταγα μα σιωπηρά όλα τ' αυτοκίνητα, τα δέντρα και τα σπίτια
κι απλώνεται πελώρια, απόλυτη κι αυταρχική παντού.
Η προηγούμενη αντανάκλαση του φωτός σε κάποιον τυχαίο καθρέφτη,
αποτυπώνει ψηλά στον ορίζοντα ένα σχεδόν γεμάτο θολό φεγγάρι
και τα διάσπαρτα διαμαντάκια του ρολογιού μου
φωτίζουν τ' αστέρια που ξεπροβάλλουν ένα ένα.
Εγώ βρίσκομαι μόνη στην απόμερη ακτή
ν' αγναντεύω βυθισμένη στην πιο ήπια μέθη μου τα νερά.
Τότε, καμιά φορά, λίγο έξω απ' τη μεγάλη λεωφόρο του φεγγαριού
διακρίνω ένα τόσο τρεμάμενο φως που πιο πολύ σκιά μου μοιάζει.
Βάζοντας όλη τη δύναμη των αμέτρητων αλήθεια αισθήσεών μου
στην ακοή,
καταφέρνω κάποτε ν' ακούσω τον ήχο μιας μικρής , ανάλαφρης βαρκούλας.
Μοιάζει κι εκείνη λίγο χαμένη ή ήπια μεθυσμένη
αλλά ακούω πλέον καθαρά τον ανεπαίσθητο παφλασμό της
καθώς λυκνίζεται θερμά, σαν ηδονή, στο άγγιγμα των νερών.
Κινείται αέναα, ανέμελη,
σαν όλες οι φουρτούνες να της είναι ξένες και μακρινές,
δεν τις φοβάται.
Το φορτίο της ειναι πολύ μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο
κι έτσι οι μεγάλες φουρτούνες δεν τη νοιάζουν.
Μόνο τα μεγάλα καράβια τις φοβούνται, τα βαριά.
Εκείνη, μες την ελαφρότητά της,
συνεχίζει το παράξενο ταξίδι της ανέγγιχτη,
σχεδόν παρθενική.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Δειλινό.



Τρία πουλιά 'φύγαν για τη θάλασσα,
να σώσουν τον ήλιο τάχα
που μάτωνε θλιμμένος
απ΄την πτώση του βασιλείου του.
Τα δυο κουράστηκαν
και ξέγραψαν τ' όνειρό τους νωρίς,
πάνω σε μια κεραία.
Το άλλο συνέχισε μπροστά,
βιαστικό κι ακράτητο,
αποφασισμένο
να κερδίσει το στοίχημα με τ' όνειρο.
Πέταξε μπρος να σώσει τον ήλιο
μα το στοίχημα ήταν κιόλας χαμένο.

Λίγες μόνο στιγμές κι ο ήλιος κάηκε
απ' την ίδια του τη θέρμη
και σκόρπισε τα χαλάσματά του στον ορίζοντα,
ματώνοντας τον ουρανό και τα σύννεφα
κι ό,τι αντικατόπτριζε το περασμένο του μεγαλείο.

Κι η θάλασσα,
η μόνη απ' τους υπηκόους που του έμεινε
για πάντα πιστή,
μάταια πάσχιζε να δροσίσει τον πόνο του,
βαμμένη κι εκείνη με τα χρώματα του πένθους,
ακούγοντας τα σύννεφα
-φρικτούς τιμωρούς- :

"Βασιλιά, βασιλιά,
πού είναι ο λαός σου;
πού 'ναι τα πλούτη και τα ρούχα τα πορφυρά;
πού 'ναι το κύπελο το κρασί γεμισμένο;
Ψεύτικα τα πλούτη σου,
χαμένος ο λαός σου
κι η χώρα σου, να,
καίγεται πάλι απ' τη φωτιά σου."

"Αύριο...", απάντησε θρηνώντας.
"Αύριο θα γυρίσω ξανά, με όλη τη λαμπρότητά μου."

Χάθηκε κι η τελευταία του πνοή,
σκοτάδι κυρίευσε τον κόσμο.
Κι έτρεξαν όλοι να κρυφτούνε τρομαγμένοι.
"Αύριο", είπε το πουλί λαχανιασμένο, "αύριο..."

Άνοιξες κι εσύ τα μάτια
μα δεν είδες διαφορά απ' το σκοτάδι.
Μόνο ένα καράβι φωτισμένο μακριά να φεύγει,
φωνάζοντάς το στα νερά.
Σηκώθηκες ανόρεχτα κι απογοητευμένα,
"Αύριο, θα έρθει αύριο", είπες
και τράβηξες κι εσύ να κρυφτείς μες στη φωλιά σου.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μυρωδιά καμινιού.



Kοιτάς τη θάλασσα
-πιστή υποτελής της ζωής-
να κάνει το βράχο πέτρα,
την πέτρα άμμο, την άμμο βυθό.
Η αέναη εναλλαγή των στοιχείων της μέσα μας φύσης.


Πώς το βαμβάκι γίνεται σίδερο,
πώς το σίδερο γίνεται βροχή.
Διεργασίες λεπτές και ισορροπημένες,
βγαλμένες από την ισορροπία όλου αυτού του κόσμου.


Σαν το καμίνι
-στο δρόμο με τις αρχέγονες ελιές-
που κάνει το ξύλο κάρβουνο
κι αφήνει τη μυρωδιά του να αλλάζει σε μέθη
τον αέρα που καίγεται
κάτω από τον "ανελέητο ήλιο" του Αιγαίου.
Για να γίνει κι αυτό το κάρβουνο κάποτε
φωτιά, ζεστασιά, ενέργεια κι ύστερα
στάχτη
-η προαιώνια τιμωρία της ύβρης-.


Όλα είναι ρευστά,
σαν το άγγιγμα, στο μπράτσο, που πέτρωσε
-και το άγγιγμα και το μπράτσο-
κάτω απ' τον ίδιο ανελέητο ήλιο.


Τίποτα δεν είναι πιο σταθερό
από την ίδια την Αλλαγή.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Στον Ελαιώνα.


Το φως του φεγγαριού
άπλωσε μια πετρόχτιστη ασημένια γέφυρα στα νερά,
ενώνοντας τη μια άκρη του Κόλπου
με την άλλη,
για να περνούν οι σκέψεις
και να φεύγουν μακριά,
μία μία, ν' αχνοφέγγουν
σαν τα μοναχικά φώτα των χωριών του Ελαιώνα.

Κι ύστερα η γέφυρα έγινε γεφυράκι μικρό,
τόσο δα, ξύλινο, χρυσό.
Στένευε όσο χαμήλωνε το φεγγάρι,
για να περνούν κι οι σκέψεις οι τελευταίες,
οι πιο δύσκολες, οι πιο φοβισμένες,
απ' όλες οι πιο κρυμμένες,
μακριά να φεύγουν κι εκείνες,
μα σαν τα φώτα που έσβησαν πια.



H Μαθηματική Εξίσωση Ενός Ποιήματος.

Διατηρώ ανέκαθεν μια αρνητική στάση απένταντι στα μαθηματικά.

Τις περισσότερες φορές, κρατώ αρνητική στάση και απέναντι στους διδασκάλους τους. 

Ειδικά αν τυχαίνει να προσπαθούν να με διδάξουν την επιστήμη αυτή

την οποία θεωρώ μεν πολύ σημαντική αλλά για μένα παραμένει ακατανόητη.

Όπως ακατανόητο παραμένει και το γιατί πρέπει στο σχολείο να διδασκόμαστε τόσο προχωρημένα μαθηματικά.

Και ειδικά στη γενιά τη δική μου, που έπρεπε να τα δώσουμε και πανελλήνιες για να γίνουμε... φιλόλογοι.

Παρόλα αυτά, αντιλαμβάνομαι ότι τα ερωτηματικά μου θα παραμείνουν ακατανόητα, όσες απαντήσεις κι αν πάρω.

Εξάλλου εμένα, εκτός από προσθέσεις, αφαιρέσεις, προπέδειες κτλ

το πιο χρήσιμο στη ζωή μου μαθηματικό μοντέλο είναι η μέθοδος των τριών.

Τη χρησιμοποιώ πολύ συχνά για να μετατρέπω τις βαθμολογίες των μαθητών μου σε κλίμακα %.

Επίσης, η άλλη συνεχής επαφή που έχω με την επιστήμη αυτή, είναι το γραφείο του κυρίου Ζαμπέτη, συνταξιούχου μαθηματικού.

Είναι ο κλασικός καθηγητής, που λογικά θα δίδασκε σε 6ετή Γυμνάσια και θα ήταν ο φόβος κι ο τρόμος.

Τώρα, στα 80 του σχεδόν, είναι χοντρούλης, σκυφτός, φορά χοντρά μαύρα κοκάλινα γυαλιά

κι έχει μετατρέψει την γκαρσονιέρα δίπλα από το διαμέρισμά του σε γραφείο.

Εκεί, περνάω 5 ώρες την εβδομάδα διδάσκοντας τη δική μου επιστήμη (καθόλου ανάξια λόγου θέλω να πιστεύω) στις 2 εγγονές του.

Τριγύρω μου, από όλες τις πλευρές, υψώνονται απειλητικές βιβλιοθήκες που ακουμπούν το ταβάνι.

Είναι γεμάτες με βιβλία μαθηματικών.

Στα Ελληνικά, στα Αγγλικά, στα Ιταλικά, στα Γαλλικά και στα Ρώσικα.

Τέσσερις τεράστιες βιβλιοθήκες, με περισσότερα από 5.000 βιβλία μαθηματικών.

Κι όπως με έχουν ενημερώσει οι εγγονές του, υπάρχουν κι άλλες 2 αντίστοιχες βιβλιοθήκες στο υπνοδωμάτιό του.

Πίσω μου όμως, πίσω δλδ από το απειλητικό γραφείο του (αυτά τα παλιά, βαριά γραφεία...)

βρίσκεται μια βιβλιοθήκη λίγο πιο μικρή και πιο γλυκιά, γεμάτη βιβλία ποίησης.

Αναρωτιέμαι λοιπόν αν τελικά υπάρχει μια γραμμή τόσο διάφανη και ανεπαίσθητη

που τα ενώνει μυστικά σε τούτον τον κόσμο όλα

και τα φερνει σε μια αρμονία τόσο απόλυτη

όσο εκείνη μιας μαθηματικής εξίσωσης

ή ενός όμορφου ποιήματος.



Παρεπιπτόντως, εκείνη η μετάφραση του Cummings κύριε Μαθηματικέ, υπέροχη.





Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Δεν τελειώνω.

Αρχίζω ξανά. Ό,τι δεν τέλειωσα, αρχίζω. Κι ας μην τελειώσω πάλι. Εγώ αρχίζω.

Αυτό είναι. Να αρχίζεις. Πάντα να αρχίζεις. Κι όταν όλα τελειώνουν, να αρχίζεις. Κι όταν όλοι τελειώνουν, να αρχίζεις.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να συνεχίσεις, παρά συνεχώς να αρχίζεις. Η κάθε συνέχεια είναι η μια αρχή πίσω απ' την άλλη. Η αρχή είναι μέρος της συνέχειας. Να αρχίζεις. Μες στη συνέχεια, εσύ ν' αρχίζεις.

Πάντα να αρχίζεις. Κι ας μην τελειώνεις. Δεν αρχίζεις για να τελειώσεις. Αρχίζεις για χάρη της συνέχειας. Και δεν τελειώνεις. Όσο αρχίζεις, δεν τελειώνεις. Συνεχίζεις.

Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Θα τελειώσεις. Μια φορά θα τελειώσεις. Και δε θ' αρχίσεις ξανά. Ως τότε, δεν τελειώνεις.

Ως τότε δεν τελειώνω. Δεν τελειώνω ν' αρχίζω. Γι' αυτό, αρχίζω. Αρχίζω ξανά. Για άλλη μια φορά, αρχίζω. Αρχίζω ξανά και ξανά. Δεν τελειώνω.

Να σ' αγαπώ. Δεν τελειώνω να σ' αγαπώ. Αρχίζω ξανά και ξανά. Ως το τέλος.




(Καλορίζικο...)