Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Στην κινούμενη άμμο σου.




Σου μιλάω και δεν ξεχωρίζω πια
αν απευθύνομαι σε σένα ή στον εαυτό μου
ή όπου αλλού πια συνήθισα να ρίχνω
τους ατέλειωτους μονολόγους μου.
Σου μιλάω και δε θέλω να μ' ακούσεις,
αλήθεια μου κάποτε γυμνή, δε θέλω,
που βάρυνες έτσι από τα πανωφόρια σου,
το 'να πάνω στ' άλλο.
-Τι χρειάστηκες τόσο να ζεστάνεις, εσύ;-


Τη βοήθεια που φωνάζω
δε θέλω πια να την ακούσεις
κι αφήνω να βυθίζομαι
στην κινούμενή σου άμμο που εσύ
τόσο αμετάκλητα αποφάσισες να πέσω
κι όσο κι αν ήθελα να παρακούσω -μια φορά-,
άλλο κανόνα δεν ήξερα και βούτηξα.
Τώρα παύω να προσπαθώ,
από καιρό έχω πάψει
-αυτό θα 'θελα να τ' ακούσεις
μα φωνή για σένα πια δεν έχω-,
βουλιάζεις πιο βαθιά όταν παλεύεις.
Αν πολεμάς τέτοιον εχθρό
χάνεσαι μες στην ήττα σου, που ξέρεις.


Κι είναι κρίμα, αλήθεια, κρίμα,
που εγώ τόσες φορές, μα τόσες,
σου 'χα απλώσει κλαδί να πιαστείς,
να σε τραβήξω έξω,
απ' την ίδια αυτή την άμμο, τη δική σου.
Με αδίκησες -και το φωνάζω αυτό, τ' ακούς;-
Με αδίκησες, με πρόδωσες στην τόση αδικία.


Αν ήσουν μπροστά μου, δε θα μιλούσα.
Θα 'θελα μόνο να σου προσφέρω, απλόχερα
-όσο κι η αγάπη σου-
ένα ξαφνικό, στιβαρό χαστούκι.
Να αφήσω στο μάγουλό σου κόκκινα τα δάχτυλά μου.

Εαυτέ μου.




Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Με βήμα σχεδόν ίδιο.



Περπατούσαν στο δρόμο πλάι στη θάλασσα
δίπλα δίπλα,
με βήμα σχεδόν ίδιο

-το δίδαξε το ένα στ' άλλο με τα χρόνια-


κι από πίσω τους ακολουθούσαν σε απόλυτη σειρά

όλες οι λογομαχίες,
τα θυμωμένα βλέμματα,
τα μυστικά,
όλα τα άφησε με
κι οι πόρτες που χτύπησαν κλείνοντας,
οι συμβιβασμοί,
οι υποχωρήσεις,
όλες οι μικρές και οι μεγάλες απιστίες.


Ακολουθούσαν πίσω τους,

μα το ζευγάρι συνέχιζε με βήμα σχεδόν ίδιο,
αδιάφορο για όλα τ' άλλα,
καθώς η βόλτα τέλειωνε.


Κι όπως προχωρούσαν κι έσβηνε το φως πλάι τους

σιγά σιγά
κι όλα τ' άλλα χάνονταν,
μέχρι που έμειναν μόνο δυο σκιές
να περπατάνε στο σχεδόν σκοτάδι
κι ύστερα
μια
κι έπειτα
τίποτα,
κανείς.

Θριάμβευσαν τελικά ή ηττήθηκαν κατά κράτος;


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

ΥΓ. {Η δύσκολη ώρα}



Και κάθε φορά που έκλεινα την πόρτα - για να φύγω
στεκόμουν στο πλατύσκαλο και κοίταζα την πόλη.
Ήταν πάντα σούρουπο - τι δύσκολη ώρα
και τα χρώματα πιο όμορφα απ'τις άλλες.


Κι όπως αργά τα φώτα έστηναν της νύχτας το χορό
εγώ μέσα πάλι τρύπωνα, γεμάτη
Λες κι ήταν όλο το ταξίδι
-που πάντα να κάνω ήθελα-
εκείνη η στάση, στο πλατύσκαλο.

Πλάι στην πόρτα την κλειστή.



Μη με κοιτάς που κάθομαι στο πλατύσκαλο:
δεν περιμένω'
όλα έχουν φύγει κι είπαν πως δε θα ξαναρθούν.
Δεν περιμένω να ανοίξει πια
-και πού να με οδηγήσει τώρα;-


Θυμάμαι όμως όλους τους διαδρόμους που οδηγούσε
σαν ήταν διάπλατα ανοιγμένη
πόρτες κι άλλες πόρτες, σε διαδρομους πολυδαίδαλους,
που άνοιγα και περπατούσα ήσυχα,
συνέχεια ν' ανοίξω κι άλλες
με μια γαλήνη
άγνωστη σε μένα,
μα τόσο ποθητή.


Κι όσο έφευγα, όλοι οι δρόμοι
ξανά σε τούτη εδώ την πόρτα μ' έβγαζαν
που ήταν πάντα ανοιχτή
και μου φύλαγε νέες περιπλανήσεις.


Ώσπου μια φορά, μπαίνοντας πάλι για ταξίδι
φύσηξε αέρας δυνατός
-αυτή η φύση σου
πάντα ακραία καιρικά φαινόμενα είχε-,
έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
Κι όταν πάλι μπρος της βγήκα,
μάταια χτύπαγα ν' ανοίξει.
Σφραγισμένη ήτανε, για πάντα.


Πάει καιρός που πλάι της κάθομαι,
θρηνώ, μα πια δεν ξέρω
που έκλεισε τώρα ή που κάποτε άνοιξε
αν κλαίω.


Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Στο κομοδίνο δίπλα απ' το κρεβάτι μου.



Το κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι μου,
είναι πάντα γεμάτο ακαταστασία.
Μέσα στα συρτάρια είναι πεταμένα απρόσεχτα
όσα τέλειωσαν πια,
όσα έληξαν μέσα μου κι ούτε τα σκέφτομαι,
ούτε που με απασχολούν.
Όσα πια ούτε καν υπάρχουν.


Όλα τ' άλλα, όσα ακόμα πονάνε
κι αν τα αγγίξεις μόνο,
όσα εύκολα ξανά αιμορραγούν
ή τρέχουν απεγνωσμένα στους δρόμους,
όλα αυτά που με ταρακουνάνε τις νύχτες
μην αποκοιμηθώ
κι αυτά ακόμα που το πρωί
μολύβια κάθονται πάνω στο κορμί μου,
όλα μα όλα αυτά κι άλλα ακόμα
που και ν΄αναφέρω τρέμω,
πάνω στο κομοδίνο βρίσκονται,
δίπλα στο πορτατίφ,
στο φως του να φαίνονται ένα ένα.


Ευτυχώς που μόνο εγώ τα βλέπω.
Αλήθεια δε θα 'θελα να δει ο κόσμος
τόση ακαταστασία,
τι θα σκεφτούν, ω όχι. Μόνο εγώ.
Ισως κι εσύ καμιά φορά
Όπως εκείνο το βράδυ
-γύρισες πάλι ή ποτέ δεν είχες φύγει;-
που άνοιξες την πόρτα
ξαφνικά, χωρίς καν να χτυπήσεις
-αυτή η νοοτροπία σου πως όλα σου ανήκουν
πάντα με πείραζε-
και τα είδες, πεταμένα, ανακατεμμένα
κι αμέσως άνοιξα το συρτάρι και πέταξα όλα μέσα
-κανά δυο θα έμειναν φαντάζομαι-
να μην μπορέσεις να τα δεις προσεχτικά
και να τα ξεχωρίσεις.


Δε φαντάζεσαι τι έγινε μετά,
ούτε περνάει απ' το μυαλό σου ταλαιπωρία τέτοια.
Όλα ανακατεύτηκαν,
κλεισμένα κι ανοιχτά,
ουλές από παλιές πληγές και νέες αιμορραγίες,
με βασάνισαν καιρό,
άλλα τα μπέρδεψα κι ενώ κλεισμένα τα θεωρούσα,
εκείνα ήταν ανοιχτά,
άλλα παλιά και ξεχασμένα
τα πέρασα για αγιάτρευτα
και τα θυμήθηκα πάλι.
Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο μου πήρε
πάλι να τα ξεχωρίσω.


Αν έρθεις ξανά
-η εμφανιστείς τέλος πάντων-,
χτύπα σε παρακαλώ την πόρτα.
Αν κάνω τάχα πως λείπω,
μπες,
άνοιξε σιγά σιγά το συρτάρι
-να μην ακουστείς-
και διάβασε
-ψιθυριστά-


Όσα κλείνουν, ποιήματα γίνονται.
Τ' άλλα άστα εκεί επάνω, ανακατεμένα,
μέχρι να μου δώσει ο χρόνος δύναμη,
λέξεις κι εκείνα να τα κάνω, να κλειστούν.


Πάντα άλλα περιμένουν τη σειρά τους.