Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Μετά βαϊων και κλάδων.


Μετά βαϊων και κλάδων.
Ενθουσιασμός, αγάπη, λόγια.
Κόσμος.
Εσύ είσαι; Εσύ.
Σαν τον Μεσσία,
αυτόν που θα μας σώσει
από το αμάρτημα το προπατορικό
-το χρόνο-
Με χαρές και τραγούδια.


Μετά ένα φιλί
και χέρια καθαρά.
Ξαφνικά,
ο εχθρός ελεύθερος και
Άρον άρον σταύρωσον.
Κι ύστερα στο σταυρό.
Σαν τον ληστή, τον προδότη.


Μετά βαϊων και κλάδων
κι ύστερα στο σταυρό.
Όπως Εκείνος, τότε.
Όπως εσύ, τώρα.
Ως την Ανάσταση. Ξανά.


Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Τυχαία συνάντηση.




Πού χάθηκες εσύ τόσα βράδια; Άλλαξες.

Σα να σκλήρυνε η καρδιά σου
και το φως των ματιών σου γέρασε
-ας έμεινε η προδοσία στη φωνή σου ίδια...-


Εγώ εδώ, όπως τα ξέρεις
και τα παιδιά, ναι, μεγαλώνουν:
η Αγωνία πέρασε στην εφηβεία της,
ο Φόβος άντρας πιά,
η Μοναξιά κι εκείνη, μεγαλώνει.
Μόνο η μικρή Χαρά κουράζεται,
ήταν πάντα της φιλάσθενη
και το παραμικρό τη ρίχνει στο κρεβάτι,
αδύναμη κι ωχρή,
την κοιτάω απέλπιδα και σωπαίνω.
Αν τη χάσω κι αυτή, θα τρελαθώ
-θυμάσαι τη μεγάλη, την Ευτυχία μας;-.


Κατά τ' άλλα, ναι, καλά.
Σ' αφήνω τώρα, χάρηκα, και να προσέχεις:
από παντού σε βρίσκει ο πόνος.



Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Στη σιγουριά σου.




N' ακουμπήσω τα μάτια μου
για λίγο στο λαιμό σου
να ξεκουραστούν
απ' τις τόσες εικόνες που τρομάζουν,


ν' αφήσω την ανάσα μου να σβήσει
στο στέρνο σου μέσα, βαθιά
κι οι παλμοί της καρδιάς μου να πέσουν
στο άγγιγμα του χεριού σου στην πλάτη μου.


Για να νιώσω ξανά
τη δική σου σιγουριά να με τυλίγει
που κουράστηκα πια απ' την τόση αγωνία.

Πίσω τους η Άνοιξη.



Δεν τα ξέρω,
μη μου μιλάς γι' αυτά,
όχι ότι δεν έμαθα, μα να
έχω ξεχάσει
Κι ούτε μπορώ να τα ακούσω πάλι


Δεν το θυμάσαι;
Με αριθμούς ουδέποτε είχα σχέσεις
μόνο καμιά φορά μετράω
πέντε, δέκα, δεκαπέντε, φτου ξελεφτερία,
και τα φυλάς εσύ.
-Όταν με βρίσκουν, τους φοβάμαι-.


Δεν είναι πως δεν έμαθα,
απλά τα μεταφράζω λίγο αλλιώς,
αλλάζω -ένα τι- τις λέξεις
να γίνονται τα νοήματα κάπως θολά,
-σαν όλα τ' άλλα-.


Δεν χάνει εξάλλου την αξία του ο ήλιος,
το πράσινο χορτάρι δε θα ξεθωριάσει,
λουλούδια δε θα δανειστώ,
την θάλασσα θα την κοιτάω όσο θέλω,
κανείς τ' αστέρια δε μου παίρνει
κι ο ουρανός πάντα θα στέκεται ψηλά μου.


Γι' αυτό σου λέω,
δεν τ' ακούω όσα μου λες,
τα κάνω όλα πέρα.
Πίσω τους, δες, κρύβεται η Άνοιξη
και μου γνέφει συνομωτικά,
να τρέξουμε πάλι στα χωράφια
για παιχνίδι.



Να ήταν Άνοιξη.




Να ήταν άνοιξη, τώρα ξαφνικά,
όπως καλά καθόμαστε
να 'σπαγε αυτή την ψύχρα,
μια φωτεινή ηλιαχτίδα που θα τρύπωνε
μες στα πυκνά σκοτάδια μας.


Να πετάγαμε τούτα τα παλτά τα βαριά
μ' ένα χάδι, τόσο εύκολα
όσο δύσκολα τα ρίξαμε κάποτε στους ώμους μας
και να βγαίναμε έξω
να περπατήσουμε στον ήλιο,
δίχως μάρτη στο χέρι
-απότομα ήρθε και δεν προλάβαμε-
κι ας καούμε.


Μια άνοιξη αληθινή.
Λίγη ζεστασιά, λίγη αγάπη
Μια ανάσα ακόμα κι ένα πικρό
-μα αληθινό- χαμόγελο.

Για την Άνοιξη.