Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Το βλέμμα που σκληρά με ξαγρυπνά.




Σταμάτησα την προσπάθεια,
άφησα τα μάτια αργά ν' ανοίξουν.
Καλύτερα να σ' αντιμετωπίσω.
Όταν αρνούνται οι παλμοί να πέσουν
ξέρω πως είσαι κάπου γύρω'
το βλέμμα σου σκληρά με ξαγρυπνά.


Ήσουν εκεί, απέναντί μου,
φορώντας τα ρούχα της απώλειας
της αβάσταχτα ανεξήγητης
και με κοιτούσες λες κι άλλαξα πολύ.


Προσπάθησα.
Άπλωσα κάποτε το είναι μου σε τραπέζι χειρουργικό,
άρχισα ν' αφαιρώ όσα δικά σου ήταν κομμάτια
δίχως βαριές αναισθησίες -δεν άφησες περιθώρια-
όλα ένα ένα να τα νιώσω από πάνω μου να φεύγουν.


Κόπος μάταιος.
Έγινα άλλος εαυτός, κι από μισός πιο λίγος' ξένος
Τούτο τ' ομοίωμα ανθρώπου δεν το ήξερα.
Κλαίγοντας κι άτσαλα τα 'βαλα πίσω ένα ένα, όλα μαζί
έχασε την τάξη του τ' αλλοτε ωραίο σώμα,
χάθηκε η υφή η φυσική κι απόλυτη,
η ομοιομορφία του ταιριαστού.
Έμεινα εκεί να θρηνώ δυο εαυτούς:
έναν δικό μου κι έναν ξένο κι ύστερα


πέρασες δίπλα μου ξυστά
και τίποτα δε θα τα γιάτρευε όλα πιο πολύ
από ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μάγουλό σου,
απόψε.


Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Μέσα Μάη.



Δες πως άνοιξα ξαφνικά,

-ποιος το περίμενε έτσι-

χωρίς μιαν ειδοποίηση,

ή -έστω- μιαν υπόνοια,

διάπλατα ανοιγμένη εγώ,

ο υπέρμαχος της κλειστής πόρτας

-ο κατάδικος της ανεπαίσθητης χαραμάδας-.



Εγώ.

Να στέκομαι μπρος στο φως

με μάτια τόσο ορθάνοιχτα.



Σαν με μπλουζάκι καλοκαιρινό,

μέσα Μάη

και ξεχνάς ξαφνικά

τόσες βροχές και τόσο κρύο του χειμώνα,

λες και δεν έγιναν ποτέ.