Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Το αγαπημένο βραχιόλι.





146 πέτρινες στρογγυλές χάντρες, ακριβώς.
Πράσινες οι περισσότερες
-μερικές αλλάζουν μόνο αποχρώσεις-.
Χωρισμένες στα δυο,
71 απ' τη μια και 76 απ' την άλλη.
Το όνομα της πέτρας
ξεχασμένο στ' ανατολίτικα σοκάκια
που ζουν απ' την ύπαρξή της.


Μ' αρέσει όταν το φορώ στο χέρι,
πέντε κύκλοι αγκαλιάζουν τον καρπό μου
το φως αντανακλά στο πράσινο,
με κάνει και χαζεύω.



Οδηγούσα στη φωτισμένη πόλη, δίπλα εσύ
"κούμπωσέ το μου" και άπλωσα το χέρι το δεξί,
προσπάθησες, "δε μπορώ" και γέλασα:
"να κουμπώσεις ένα βραχιόλι;"
Το 'βαλα τυφλά στη θήκη της πόρτας, ξεχάστηκε.


Το χέρι τ' αριστερό
-που 'ξερε να το κουμπώνει-
θυμήθηκε ξαφνικά
-χωρίς λόγο ή σημάδι- τη θέση,
έσκυψε, το σήκωσε στη μέση μιας στροφής
και το 'σφιξε, δυνατά.
Εσύ. Σε κάθε μία χάντρα. Η μορφή σου.
Το φόρεσα αμέσως στο δεξί,
το κράτησα εκεί και το κοιτούσα.
Οι χάντρες όλες εσύ
κι εγώ
-πόσο θα 'θελα ακόμα-
η πετονιά που τις κρατάει.


Και τότε, το αγαπημένο μου βραχιόλι,
έγινε για πάντα πιο αγαπημένο μου.
(μου 'λειπες, μα τώρα σε φορώ)