Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Φώτα θέσης.




Μια περίεργη σκοτεινιά πέφτει αυτές τις μέρες
όχι μέσα -άστα αυτά-, σου μιλώ για έξω.
Μεσημέρι ακόμα και ανάβεις φώτα θέσης -υπάρχω-.
Τελευταία όλο και περισσότεροι τ' ανάβουν από νωρίς.
Σε κάθε λογής οχήματα: μικρά, μεγάλα, παλιά ή καινούρια.
Φτωχοί και πλούσιοι , παραδοσιακοί ή μοντέρνοι,
όλοι σιγά σιγά ανάβουμε τα μικρά μας φώτα -υπάρχουμε-.


Είναι δύσκολη πολύ η ώρα της μικρής της σκάλας,
για το μεταβατικό στάδιο απ' τη μέρα στη νύχτα.
Και κυρίως, για τη νύχτα' που έρχεται,
Για τα φώτα διασταύρωσης που θ' ανάψουν σε λίγο,
όταν πέσει το βαρύ σκοτάδι και τα πνίξει όλα,
Για τα φώτα των στοπ όταν όλα σταματήσουν
και χειρότερα για εκείνα τα φώτα της πορείας,
που σε τυφλώνουν, σε ζαλίζουνε
και πια τίποτα καθαρά δε βλέπεις.


Θυμώνω. Και στον καιρό και στους καιρούς.
Θέλω ήλιος να γεμίζει τις μέρες μου, φως.
Αυτό το ατέλειωτο σούρουπο αρχίζει να μ' εξασθενεί.
Επηρεάζει σοβαρά την όρασή μου και βλέπω όνειρα θολά.
Βλέπω το μέλλον να μακραίνει ολοένα, παγωμένο.


Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Τα χέρια μας, δεμένα.



Ένα χέρι
μέσα στ' άλλο σφιχτά
να δίνει, να παίρνει
ένα σφήξιμο, ένα χάδι


Ένα χέρι
μέσα στ' άλλο σφιχτά
ν' αγαπάει, ν' αγαπιέται
να σε κλείνει, να ανοίγεται


Το χέρι μου, το δικό σου
τα χέρια μας, δεμένα
οι καρδιές μας, δεμένες
και τα μάτια μας, δεμένα
και τα χείλη μας, δεμένα
κι οι λέξεις, πόσο δεμένες
κι οι ζωές μας, δεμένες


Τα χέρια μας, μες στη σιωπή,
Τα χέρια μας, πόσες λέξεις
Τα δάχτυλά σου;
Τα δάχτυλά μου;
Το χέρι σου;
Το χέρι μου;
Τα χέρια μας.
Τα χέρια μας, δεμένα.


Τα χέρια μας.
Δεμένα.
Δεμένα.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Λίγες μαργαρίτες μετά.




Ναι, το ξέρω. Πρέπει να περιμένω.
Να ηρεμήσουν ξανα τα νερά.
Το ξέρω. Δύσκολο είναι βέβαια.
Ναι. Το ξέρεις κι εσύ.
Αλλά πρέπει να δείχνω πάντα εμπιστοσυνη.
Δύσκολο; Δεν ξέρω. Ξέρεις;
Οχι, δεν ειναι δυσκολο. Ξερω.
Και περιμένω. Εμπιστεύομαι και περιμένω.
Ας είναι και καμιά φορά δύσκολο.
Γιατί ξέρω. Όπως ξέρεις.
Είδες; Πάλι το ίδιο είμαστε.
Η αγάπη, η απέραντη αγάπη.


Καληνύχτα.

ΥΓ. Δεν έπρεπε να πιω τόσο λες ε; Δεν ξερω. Ξέρεις;
Εξάλλου αύριο θα 'ναι μια καινούρια μέρα. Ναι; Ναι!

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Mια μικρή εξομολόγηση περί φωτογραφίας.



Είναι άπειρες οι εικόνες που βλέπεις
και θες να αποτυπώσεις για πάντα.
Κι είναι άπειρα μεγάλη η αδυναμία σου να το κάνεις.
Αν δεν τολμήσεις να σηκώσεις το φακό προς την εικόνα,
μετά από λίγο θα την έχεις ξεχάσει.
Αν τολμήσεις, το αποτέλεσμα θα είναι απο ελλειπές ως άδικο.


Ταξιδεύεις με τη μηχανή
κι έχεις στο μυαλό σου χίλιες σκέψεις.
Αφήνεις το τζάμι του κράνους ανοιχτό
να σε χτυπάει ο αέρας του τοπίου
κι η ομορφιά του μες στα μάτια.
Και θες να σηκώσεις το φακό και να βγάλεις μια φωτογραφία
που να τα βλέπει και να τα χωρά όμως όλα.
Θες να βγάλεις μια φωτογραφία, σαν να την έβγαζε η ψυχή σου.


Να φαίνονται όλα:
και τα γυαλιά - σα να 'ναι η ψυχή σου πίσω τους-
και οι άκρες από το κράνος
και το πόδι σου δίπλα απ'την άσφαλτο που τρέχει γρήγορα,
ο ήλιος που σε καίει,
η θάλασσα και η γιατρειά της μυρωδιάς της,
ο αέρας που φυσάει το πουκάμισο,
η μουσική που παίζει στ' αυτιά σου εκείνη τη στιγμή,
οι σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου.
Η βαθιά ανάσα που παίρνεις, ο αναστεναγμός,
η βαθιά ευγνωμοσύνη για όλη την ομορφιά.
Όλα.
Μια φωτογραφία που να τα χωράει όλα.


Τολμάς και σηκώνεις το φακό.

Αλλά το αποτέλεσμα πάντα είναι απο ελλειπές ως άδικο.



Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Εδώ, μέσα μου.




Δεν είσαι δίπλα μου,

είσαι μέσα μου.

Δε σου περιγράφω αυτό που βλέπω,

το κοιτάς μέσα απ' τα μάτια μου.

Δε σου μιλώ,

αλλά με νιώθεις.

Δε σε ακούω,

μα σε αισθάνομαι.

Δεν είμαι εκεί

μα είσαι εδώ.

Εδώ.

Μέσα μου.

Το πιο σπουδαίο απ' όλα.




Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Το αγαπημένο βραχιόλι.





146 πέτρινες στρογγυλές χάντρες, ακριβώς.
Πράσινες οι περισσότερες
-μερικές αλλάζουν μόνο αποχρώσεις-.
Χωρισμένες στα δυο,
71 απ' τη μια και 76 απ' την άλλη.
Το όνομα της πέτρας
ξεχασμένο στ' ανατολίτικα σοκάκια
που ζουν απ' την ύπαρξή της.


Μ' αρέσει όταν το φορώ στο χέρι,
πέντε κύκλοι αγκαλιάζουν τον καρπό μου
το φως αντανακλά στο πράσινο,
με κάνει και χαζεύω.



Οδηγούσα στη φωτισμένη πόλη, δίπλα εσύ
"κούμπωσέ το μου" και άπλωσα το χέρι το δεξί,
προσπάθησες, "δε μπορώ" και γέλασα:
"να κουμπώσεις ένα βραχιόλι;"
Το 'βαλα τυφλά στη θήκη της πόρτας, ξεχάστηκε.


Το χέρι τ' αριστερό
-που 'ξερε να το κουμπώνει-
θυμήθηκε ξαφνικά
-χωρίς λόγο ή σημάδι- τη θέση,
έσκυψε, το σήκωσε στη μέση μιας στροφής
και το 'σφιξε, δυνατά.
Εσύ. Σε κάθε μία χάντρα. Η μορφή σου.
Το φόρεσα αμέσως στο δεξί,
το κράτησα εκεί και το κοιτούσα.
Οι χάντρες όλες εσύ
κι εγώ
-πόσο θα 'θελα ακόμα-
η πετονιά που τις κρατάει.


Και τότε, το αγαπημένο μου βραχιόλι,
έγινε για πάντα πιο αγαπημένο μου.
(μου 'λειπες, μα τώρα σε φορώ)


Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Το βλέμμα που σκληρά με ξαγρυπνά.




Σταμάτησα την προσπάθεια,
άφησα τα μάτια αργά ν' ανοίξουν.
Καλύτερα να σ' αντιμετωπίσω.
Όταν αρνούνται οι παλμοί να πέσουν
ξέρω πως είσαι κάπου γύρω'
το βλέμμα σου σκληρά με ξαγρυπνά.


Ήσουν εκεί, απέναντί μου,
φορώντας τα ρούχα της απώλειας
της αβάσταχτα ανεξήγητης
και με κοιτούσες λες κι άλλαξα πολύ.


Προσπάθησα.
Άπλωσα κάποτε το είναι μου σε τραπέζι χειρουργικό,
άρχισα ν' αφαιρώ όσα δικά σου ήταν κομμάτια
δίχως βαριές αναισθησίες -δεν άφησες περιθώρια-
όλα ένα ένα να τα νιώσω από πάνω μου να φεύγουν.


Κόπος μάταιος.
Έγινα άλλος εαυτός, κι από μισός πιο λίγος' ξένος
Τούτο τ' ομοίωμα ανθρώπου δεν το ήξερα.
Κλαίγοντας κι άτσαλα τα 'βαλα πίσω ένα ένα, όλα μαζί
έχασε την τάξη του τ' αλλοτε ωραίο σώμα,
χάθηκε η υφή η φυσική κι απόλυτη,
η ομοιομορφία του ταιριαστού.
Έμεινα εκεί να θρηνώ δυο εαυτούς:
έναν δικό μου κι έναν ξένο κι ύστερα


πέρασες δίπλα μου ξυστά
και τίποτα δε θα τα γιάτρευε όλα πιο πολύ
από ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μάγουλό σου,
απόψε.


Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Μέσα Μάη.



Δες πως άνοιξα ξαφνικά,

-ποιος το περίμενε έτσι-

χωρίς μιαν ειδοποίηση,

ή -έστω- μιαν υπόνοια,

διάπλατα ανοιγμένη εγώ,

ο υπέρμαχος της κλειστής πόρτας

-ο κατάδικος της ανεπαίσθητης χαραμάδας-.



Εγώ.

Να στέκομαι μπρος στο φως

με μάτια τόσο ορθάνοιχτα.



Σαν με μπλουζάκι καλοκαιρινό,

μέσα Μάη

και ξεχνάς ξαφνικά

τόσες βροχές και τόσο κρύο του χειμώνα,

λες και δεν έγιναν ποτέ.



Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Χαραμάδες.



Μια ζωγραφιά έχω στα χέρια μου,
μια εικόνα σκονισμένη απ' τις στάχτες
Την κοιτώ σαν απόμακρη μα τη φέρνω κοντά
Ας καθρεφτίζει έντονα δικά μου τα σκοτάδια.


Έχω τα χρώματα στην αγκαλιά μου,
να της τα δώσω ένα ένα χωριστά
Να γίνει όμορφη και ζωντανή όπως αξίζει
Φως να περάσει διάπλατο, χιλιάδες χαραμάδες.



Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Η τόση άρνηση.




Μπρος στα πόδια μου απλώνεται μια πόλη
ολοδικιά μου
χαρίζοντάς μου κάθε τοίχο της,
κάθε μπαλκόνι ή σκεπή,
όλες τις σκάλες μία μία
ακόμα και καλώδια ρεύματος:
όλα δικά μου.


Μα πίσω μου ένα σπίτι έρημο στέκεται
στο πέρασμα του χρόνου, αφημένο
και μ' αρνιέται:
όχι να μου δοθεί ολόκληρο,
όχι παράθυρο ή πόρτα ή μια σκάλα,
μα ούτε ένα σκουριασμένο μεντεσέ,
λίγο απ' τους σάπιους του αρμούς,
μια πέτρα απ' την πεσμένη στέγη,
μια γωνία έστω απ' το γερμένο του περβάζι.
Τίποτα.


Μόνο την πίκρα του μου δίνει απλόχερα
λες κι έφταιξα εγώ για τόσο χρόνο
κι η πόλη πληγωμένη με κοιτά
που για 'κείνη εγώ είμαι τούτο δω το σπίτι.
Η τόση άρνηση.



Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Να μου δώσεις τις λέξεις.



Εδώ είμαι απόψε,
απέναντί σου στέκομαι
και σου ζητώ τη λύτρωση.
Ποτέ ξανά δεν ήρθα έτσι,
με χέρια τόσο ικετευτικά ανοιγμένα.
Ποτέ πριν δε με είδες
τόσο κρυφά να δακρύζω.
Μα τώρα άλλη δύναμη δεν έχω
από σένα.

Σ' εκλιπαρώ
να μου δώσεις τις λέξεις.



Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Beefeater tonic.





Μέχρι τη μέση περίπου το ποτήρι,
δεν τίθεται θέμα μισοάδειου-μισογεμάτου,
η ποσότητα είναι ίδια όπως κι αν τη δεις:
το ποτήρι είναι ως τη μέση
-όπως εσύ που έφυγες,
ας ήταν για καλό ή για κακό,
εσύ έφυγες-.


ο πάγος έχασε τις αιχμηρές του γωνίες, στρογγύλεψε
-πέρασε καιρός πια-.

Το γυαλί είναι τώρα βρεγμένο,
αφήνει παντού υγρά στρογγυλά σημάδια.
Λίγες φουσκάλες ανθρακικού γατζωμένες γύρω γύρω
-ό,τι άντεξε-,

μια φέτα κιτρολέμονο το ίδιο ξινόπικρη,
κατεβαίνει όλο και πιο χαμηλά
-μέχρι να φτάσει στον πάτο-.



Ίδια γεύση,
τόσα χρόνια κι η γεύση μένει ίδια,
ας άλλαξαν όλες οι άλλες,
ας άλλαξα κι εγώ.
Εκείνη μένει ίδια.


Όπως εσύ, που έφυγες
κι η γεύση μένει ίδια.


Κυριακή 28 Μαρτίου 2010

Μετά βαϊων και κλάδων.


Μετά βαϊων και κλάδων.
Ενθουσιασμός, αγάπη, λόγια.
Κόσμος.
Εσύ είσαι; Εσύ.
Σαν τον Μεσσία,
αυτόν που θα μας σώσει
από το αμάρτημα το προπατορικό
-το χρόνο-
Με χαρές και τραγούδια.


Μετά ένα φιλί
και χέρια καθαρά.
Ξαφνικά,
ο εχθρός ελεύθερος και
Άρον άρον σταύρωσον.
Κι ύστερα στο σταυρό.
Σαν τον ληστή, τον προδότη.


Μετά βαϊων και κλάδων
κι ύστερα στο σταυρό.
Όπως Εκείνος, τότε.
Όπως εσύ, τώρα.
Ως την Ανάσταση. Ξανά.


Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

Τυχαία συνάντηση.




Πού χάθηκες εσύ τόσα βράδια; Άλλαξες.

Σα να σκλήρυνε η καρδιά σου
και το φως των ματιών σου γέρασε
-ας έμεινε η προδοσία στη φωνή σου ίδια...-


Εγώ εδώ, όπως τα ξέρεις
και τα παιδιά, ναι, μεγαλώνουν:
η Αγωνία πέρασε στην εφηβεία της,
ο Φόβος άντρας πιά,
η Μοναξιά κι εκείνη, μεγαλώνει.
Μόνο η μικρή Χαρά κουράζεται,
ήταν πάντα της φιλάσθενη
και το παραμικρό τη ρίχνει στο κρεβάτι,
αδύναμη κι ωχρή,
την κοιτάω απέλπιδα και σωπαίνω.
Αν τη χάσω κι αυτή, θα τρελαθώ
-θυμάσαι τη μεγάλη, την Ευτυχία μας;-.


Κατά τ' άλλα, ναι, καλά.
Σ' αφήνω τώρα, χάρηκα, και να προσέχεις:
από παντού σε βρίσκει ο πόνος.



Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Στη σιγουριά σου.




N' ακουμπήσω τα μάτια μου
για λίγο στο λαιμό σου
να ξεκουραστούν
απ' τις τόσες εικόνες που τρομάζουν,


ν' αφήσω την ανάσα μου να σβήσει
στο στέρνο σου μέσα, βαθιά
κι οι παλμοί της καρδιάς μου να πέσουν
στο άγγιγμα του χεριού σου στην πλάτη μου.


Για να νιώσω ξανά
τη δική σου σιγουριά να με τυλίγει
που κουράστηκα πια απ' την τόση αγωνία.

Πίσω τους η Άνοιξη.



Δεν τα ξέρω,
μη μου μιλάς γι' αυτά,
όχι ότι δεν έμαθα, μα να
έχω ξεχάσει
Κι ούτε μπορώ να τα ακούσω πάλι


Δεν το θυμάσαι;
Με αριθμούς ουδέποτε είχα σχέσεις
μόνο καμιά φορά μετράω
πέντε, δέκα, δεκαπέντε, φτου ξελεφτερία,
και τα φυλάς εσύ.
-Όταν με βρίσκουν, τους φοβάμαι-.


Δεν είναι πως δεν έμαθα,
απλά τα μεταφράζω λίγο αλλιώς,
αλλάζω -ένα τι- τις λέξεις
να γίνονται τα νοήματα κάπως θολά,
-σαν όλα τ' άλλα-.


Δεν χάνει εξάλλου την αξία του ο ήλιος,
το πράσινο χορτάρι δε θα ξεθωριάσει,
λουλούδια δε θα δανειστώ,
την θάλασσα θα την κοιτάω όσο θέλω,
κανείς τ' αστέρια δε μου παίρνει
κι ο ουρανός πάντα θα στέκεται ψηλά μου.


Γι' αυτό σου λέω,
δεν τ' ακούω όσα μου λες,
τα κάνω όλα πέρα.
Πίσω τους, δες, κρύβεται η Άνοιξη
και μου γνέφει συνομωτικά,
να τρέξουμε πάλι στα χωράφια
για παιχνίδι.



Να ήταν Άνοιξη.




Να ήταν άνοιξη, τώρα ξαφνικά,
όπως καλά καθόμαστε
να 'σπαγε αυτή την ψύχρα,
μια φωτεινή ηλιαχτίδα που θα τρύπωνε
μες στα πυκνά σκοτάδια μας.


Να πετάγαμε τούτα τα παλτά τα βαριά
μ' ένα χάδι, τόσο εύκολα
όσο δύσκολα τα ρίξαμε κάποτε στους ώμους μας
και να βγαίναμε έξω
να περπατήσουμε στον ήλιο,
δίχως μάρτη στο χέρι
-απότομα ήρθε και δεν προλάβαμε-
κι ας καούμε.


Μια άνοιξη αληθινή.
Λίγη ζεστασιά, λίγη αγάπη
Μια ανάσα ακόμα κι ένα πικρό
-μα αληθινό- χαμόγελο.

Για την Άνοιξη.


Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Βιβλίο κενό.





Πήρα στα χέρια μου την ιστορία μας απόψε.


Χάλασα το δέσιμο προσεκτικά
,
εξώφυλλο και οπισθόφυλλο το ένα πάνω στ' άλλο

κι έσκισα μ' ευλάβεια μία μία τις σελίδες,
με απόλυτη τάξη,
μη χάσει καμιά το τέλεια ορθογώνιο σχήμα της.

Ύστερα τις βούτηξα όλες σε νερό θαλασσινό
-βοηθάει, λένε, να ξεκολλήσουνε απ' το χαρτί τα γράμματα-

και τις άπλωσα λευκές πια στον αέρα να στεγνώσουν.


Το νερό το πέρασα από ψιλή κρησάρα

κι έβαλα τα γράμματα σ' ένα βάζο μικρό,

απαλλαγμένα απ' τα νοήματα των λέξεών τους.


Τα τακτοποίησα όλα σ' ένα κουτί,

εξώφυλλο κι οπισθόφυλλο,
πάνω τους όλες οι λευκές σελίδες
και πλάι το βαζάκι με τα γράμματα.


Το άφησα στην πιο πολύτιμη γωνιά της βιβλιοθήκης μου,

να περιμένει.
Αυτό το βιβλίο κάποτε θα ξαναγραφτεί αλλιώς.



Αγώνας.





Γι' αυτό σε θέλω

γιατί όποτε στην αγκαλιά μου σ' έχω
ολοδικό μου
εσύ ξέρεις να τραβιέσαι άξαφνα,
απέναντι να στέκεις
κι αδιαφορώντας να με προκαλείς:
Nα σε διεκδικήσω πάλι,
να σε κερδίσω απ' την αρχή


Κι εγώ ανήμπορη στην παντοδύναμη
ανάσα σου
ρίχνομαι ξανά στον πιο τολμηρό αγώνα.



Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Δεν φτάνει.



Το ξέρω πως μ' αγαπάς,
πως σ' αγαπώ κι εγώ το ξέρεις.

Μα δεν φτάνει.

Γι' αυτό πάντα σου έστελνα
κι ένα φιλί ή μια αγκαλιά.

Γιατί η αγάπη μόνη της
δεν φτάνει.




Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Προσανατολισμός.




Στεκόταν πάντα στη θέση του,
σοβαρός κι αγέρωχος, με το δικό του ρυθμό
ανάβοντας και σβήνοντας αδιαλλείπτως,
δηλώνοντας περίτρανα τη θέση του στον ορίζοντα,
σηματοδοτώντας ξεκάθαρα το όριο:
μετά την απέραντη θάλασσα, η τόση στεριά.


Κι εγώ που από τότε κρατούσα
πυξίδα χαλασμένη,
με έμφυτη την έλειψη πρασανατολισμού βασικού
και μονίμως αφημένη σε ατελέσφορες περιπλανήσεις
προς εύρεση αλήθειας,


ήξερα μόνο να φτάνω σε σημεία ψηλά,
να εντοπίζω τον στιγμιαίο πίδακα φωτός του
κι ύστερα να ησυχάζω στο ξαφνικό πάλι σκοτάδι του,
ήρεμη πια που βρήκα ξανά την πορεία μου
έστω μέχρι να ξημερώσει
(Την ημέρα εξάλλου, όλα φαίνονταν πιο ξεκάθαρα).




Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Στην κινούμενη άμμο σου.




Σου μιλάω και δεν ξεχωρίζω πια
αν απευθύνομαι σε σένα ή στον εαυτό μου
ή όπου αλλού πια συνήθισα να ρίχνω
τους ατέλειωτους μονολόγους μου.
Σου μιλάω και δε θέλω να μ' ακούσεις,
αλήθεια μου κάποτε γυμνή, δε θέλω,
που βάρυνες έτσι από τα πανωφόρια σου,
το 'να πάνω στ' άλλο.
-Τι χρειάστηκες τόσο να ζεστάνεις, εσύ;-


Τη βοήθεια που φωνάζω
δε θέλω πια να την ακούσεις
κι αφήνω να βυθίζομαι
στην κινούμενή σου άμμο που εσύ
τόσο αμετάκλητα αποφάσισες να πέσω
κι όσο κι αν ήθελα να παρακούσω -μια φορά-,
άλλο κανόνα δεν ήξερα και βούτηξα.
Τώρα παύω να προσπαθώ,
από καιρό έχω πάψει
-αυτό θα 'θελα να τ' ακούσεις
μα φωνή για σένα πια δεν έχω-,
βουλιάζεις πιο βαθιά όταν παλεύεις.
Αν πολεμάς τέτοιον εχθρό
χάνεσαι μες στην ήττα σου, που ξέρεις.


Κι είναι κρίμα, αλήθεια, κρίμα,
που εγώ τόσες φορές, μα τόσες,
σου 'χα απλώσει κλαδί να πιαστείς,
να σε τραβήξω έξω,
απ' την ίδια αυτή την άμμο, τη δική σου.
Με αδίκησες -και το φωνάζω αυτό, τ' ακούς;-
Με αδίκησες, με πρόδωσες στην τόση αδικία.


Αν ήσουν μπροστά μου, δε θα μιλούσα.
Θα 'θελα μόνο να σου προσφέρω, απλόχερα
-όσο κι η αγάπη σου-
ένα ξαφνικό, στιβαρό χαστούκι.
Να αφήσω στο μάγουλό σου κόκκινα τα δάχτυλά μου.

Εαυτέ μου.




Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Με βήμα σχεδόν ίδιο.



Περπατούσαν στο δρόμο πλάι στη θάλασσα
δίπλα δίπλα,
με βήμα σχεδόν ίδιο

-το δίδαξε το ένα στ' άλλο με τα χρόνια-


κι από πίσω τους ακολουθούσαν σε απόλυτη σειρά

όλες οι λογομαχίες,
τα θυμωμένα βλέμματα,
τα μυστικά,
όλα τα άφησε με
κι οι πόρτες που χτύπησαν κλείνοντας,
οι συμβιβασμοί,
οι υποχωρήσεις,
όλες οι μικρές και οι μεγάλες απιστίες.


Ακολουθούσαν πίσω τους,

μα το ζευγάρι συνέχιζε με βήμα σχεδόν ίδιο,
αδιάφορο για όλα τ' άλλα,
καθώς η βόλτα τέλειωνε.


Κι όπως προχωρούσαν κι έσβηνε το φως πλάι τους

σιγά σιγά
κι όλα τ' άλλα χάνονταν,
μέχρι που έμειναν μόνο δυο σκιές
να περπατάνε στο σχεδόν σκοτάδι
κι ύστερα
μια
κι έπειτα
τίποτα,
κανείς.

Θριάμβευσαν τελικά ή ηττήθηκαν κατά κράτος;


Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

ΥΓ. {Η δύσκολη ώρα}



Και κάθε φορά που έκλεινα την πόρτα - για να φύγω
στεκόμουν στο πλατύσκαλο και κοίταζα την πόλη.
Ήταν πάντα σούρουπο - τι δύσκολη ώρα
και τα χρώματα πιο όμορφα απ'τις άλλες.


Κι όπως αργά τα φώτα έστηναν της νύχτας το χορό
εγώ μέσα πάλι τρύπωνα, γεμάτη
Λες κι ήταν όλο το ταξίδι
-που πάντα να κάνω ήθελα-
εκείνη η στάση, στο πλατύσκαλο.

Πλάι στην πόρτα την κλειστή.



Μη με κοιτάς που κάθομαι στο πλατύσκαλο:
δεν περιμένω'
όλα έχουν φύγει κι είπαν πως δε θα ξαναρθούν.
Δεν περιμένω να ανοίξει πια
-και πού να με οδηγήσει τώρα;-


Θυμάμαι όμως όλους τους διαδρόμους που οδηγούσε
σαν ήταν διάπλατα ανοιγμένη
πόρτες κι άλλες πόρτες, σε διαδρομους πολυδαίδαλους,
που άνοιγα και περπατούσα ήσυχα,
συνέχεια ν' ανοίξω κι άλλες
με μια γαλήνη
άγνωστη σε μένα,
μα τόσο ποθητή.


Κι όσο έφευγα, όλοι οι δρόμοι
ξανά σε τούτη εδώ την πόρτα μ' έβγαζαν
που ήταν πάντα ανοιχτή
και μου φύλαγε νέες περιπλανήσεις.


Ώσπου μια φορά, μπαίνοντας πάλι για ταξίδι
φύσηξε αέρας δυνατός
-αυτή η φύση σου
πάντα ακραία καιρικά φαινόμενα είχε-,
έκλεισε πίσω μου την πόρτα.
Κι όταν πάλι μπρος της βγήκα,
μάταια χτύπαγα ν' ανοίξει.
Σφραγισμένη ήτανε, για πάντα.


Πάει καιρός που πλάι της κάθομαι,
θρηνώ, μα πια δεν ξέρω
που έκλεισε τώρα ή που κάποτε άνοιξε
αν κλαίω.


Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Στο κομοδίνο δίπλα απ' το κρεβάτι μου.



Το κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι μου,
είναι πάντα γεμάτο ακαταστασία.
Μέσα στα συρτάρια είναι πεταμένα απρόσεχτα
όσα τέλειωσαν πια,
όσα έληξαν μέσα μου κι ούτε τα σκέφτομαι,
ούτε που με απασχολούν.
Όσα πια ούτε καν υπάρχουν.


Όλα τ' άλλα, όσα ακόμα πονάνε
κι αν τα αγγίξεις μόνο,
όσα εύκολα ξανά αιμορραγούν
ή τρέχουν απεγνωσμένα στους δρόμους,
όλα αυτά που με ταρακουνάνε τις νύχτες
μην αποκοιμηθώ
κι αυτά ακόμα που το πρωί
μολύβια κάθονται πάνω στο κορμί μου,
όλα μα όλα αυτά κι άλλα ακόμα
που και ν΄αναφέρω τρέμω,
πάνω στο κομοδίνο βρίσκονται,
δίπλα στο πορτατίφ,
στο φως του να φαίνονται ένα ένα.


Ευτυχώς που μόνο εγώ τα βλέπω.
Αλήθεια δε θα 'θελα να δει ο κόσμος
τόση ακαταστασία,
τι θα σκεφτούν, ω όχι. Μόνο εγώ.
Ισως κι εσύ καμιά φορά
Όπως εκείνο το βράδυ
-γύρισες πάλι ή ποτέ δεν είχες φύγει;-
που άνοιξες την πόρτα
ξαφνικά, χωρίς καν να χτυπήσεις
-αυτή η νοοτροπία σου πως όλα σου ανήκουν
πάντα με πείραζε-
και τα είδες, πεταμένα, ανακατεμμένα
κι αμέσως άνοιξα το συρτάρι και πέταξα όλα μέσα
-κανά δυο θα έμειναν φαντάζομαι-
να μην μπορέσεις να τα δεις προσεχτικά
και να τα ξεχωρίσεις.


Δε φαντάζεσαι τι έγινε μετά,
ούτε περνάει απ' το μυαλό σου ταλαιπωρία τέτοια.
Όλα ανακατεύτηκαν,
κλεισμένα κι ανοιχτά,
ουλές από παλιές πληγές και νέες αιμορραγίες,
με βασάνισαν καιρό,
άλλα τα μπέρδεψα κι ενώ κλεισμένα τα θεωρούσα,
εκείνα ήταν ανοιχτά,
άλλα παλιά και ξεχασμένα
τα πέρασα για αγιάτρευτα
και τα θυμήθηκα πάλι.
Ούτε κι εγώ ξέρω πόσο μου πήρε
πάλι να τα ξεχωρίσω.


Αν έρθεις ξανά
-η εμφανιστείς τέλος πάντων-,
χτύπα σε παρακαλώ την πόρτα.
Αν κάνω τάχα πως λείπω,
μπες,
άνοιξε σιγά σιγά το συρτάρι
-να μην ακουστείς-
και διάβασε
-ψιθυριστά-


Όσα κλείνουν, ποιήματα γίνονται.
Τ' άλλα άστα εκεί επάνω, ανακατεμένα,
μέχρι να μου δώσει ο χρόνος δύναμη,
λέξεις κι εκείνα να τα κάνω, να κλειστούν.


Πάντα άλλα περιμένουν τη σειρά τους.