Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Στην κινούμενη άμμο σου.




Σου μιλάω και δεν ξεχωρίζω πια
αν απευθύνομαι σε σένα ή στον εαυτό μου
ή όπου αλλού πια συνήθισα να ρίχνω
τους ατέλειωτους μονολόγους μου.
Σου μιλάω και δε θέλω να μ' ακούσεις,
αλήθεια μου κάποτε γυμνή, δε θέλω,
που βάρυνες έτσι από τα πανωφόρια σου,
το 'να πάνω στ' άλλο.
-Τι χρειάστηκες τόσο να ζεστάνεις, εσύ;-


Τη βοήθεια που φωνάζω
δε θέλω πια να την ακούσεις
κι αφήνω να βυθίζομαι
στην κινούμενή σου άμμο που εσύ
τόσο αμετάκλητα αποφάσισες να πέσω
κι όσο κι αν ήθελα να παρακούσω -μια φορά-,
άλλο κανόνα δεν ήξερα και βούτηξα.
Τώρα παύω να προσπαθώ,
από καιρό έχω πάψει
-αυτό θα 'θελα να τ' ακούσεις
μα φωνή για σένα πια δεν έχω-,
βουλιάζεις πιο βαθιά όταν παλεύεις.
Αν πολεμάς τέτοιον εχθρό
χάνεσαι μες στην ήττα σου, που ξέρεις.


Κι είναι κρίμα, αλήθεια, κρίμα,
που εγώ τόσες φορές, μα τόσες,
σου 'χα απλώσει κλαδί να πιαστείς,
να σε τραβήξω έξω,
απ' την ίδια αυτή την άμμο, τη δική σου.
Με αδίκησες -και το φωνάζω αυτό, τ' ακούς;-
Με αδίκησες, με πρόδωσες στην τόση αδικία.


Αν ήσουν μπροστά μου, δε θα μιλούσα.
Θα 'θελα μόνο να σου προσφέρω, απλόχερα
-όσο κι η αγάπη σου-
ένα ξαφνικό, στιβαρό χαστούκι.
Να αφήσω στο μάγουλό σου κόκκινα τα δάχτυλά μου.

Εαυτέ μου.




2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίος εσωτερικός διάλογος ! Αποδέκτης το ίδιο το ποιητικό εγώ. Μήπως είσαι λίγο βασανιστική μαζί του;

    ΑπάντησηΔιαγραφή