Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Δειλινό.



Τρία πουλιά 'φύγαν για τη θάλασσα,
να σώσουν τον ήλιο τάχα
που μάτωνε θλιμμένος
απ΄την πτώση του βασιλείου του.
Τα δυο κουράστηκαν
και ξέγραψαν τ' όνειρό τους νωρίς,
πάνω σε μια κεραία.
Το άλλο συνέχισε μπροστά,
βιαστικό κι ακράτητο,
αποφασισμένο
να κερδίσει το στοίχημα με τ' όνειρο.
Πέταξε μπρος να σώσει τον ήλιο
μα το στοίχημα ήταν κιόλας χαμένο.

Λίγες μόνο στιγμές κι ο ήλιος κάηκε
απ' την ίδια του τη θέρμη
και σκόρπισε τα χαλάσματά του στον ορίζοντα,
ματώνοντας τον ουρανό και τα σύννεφα
κι ό,τι αντικατόπτριζε το περασμένο του μεγαλείο.

Κι η θάλασσα,
η μόνη απ' τους υπηκόους που του έμεινε
για πάντα πιστή,
μάταια πάσχιζε να δροσίσει τον πόνο του,
βαμμένη κι εκείνη με τα χρώματα του πένθους,
ακούγοντας τα σύννεφα
-φρικτούς τιμωρούς- :

"Βασιλιά, βασιλιά,
πού είναι ο λαός σου;
πού 'ναι τα πλούτη και τα ρούχα τα πορφυρά;
πού 'ναι το κύπελο το κρασί γεμισμένο;
Ψεύτικα τα πλούτη σου,
χαμένος ο λαός σου
κι η χώρα σου, να,
καίγεται πάλι απ' τη φωτιά σου."

"Αύριο...", απάντησε θρηνώντας.
"Αύριο θα γυρίσω ξανά, με όλη τη λαμπρότητά μου."

Χάθηκε κι η τελευταία του πνοή,
σκοτάδι κυρίευσε τον κόσμο.
Κι έτρεξαν όλοι να κρυφτούνε τρομαγμένοι.
"Αύριο", είπε το πουλί λαχανιασμένο, "αύριο..."

Άνοιξες κι εσύ τα μάτια
μα δεν είδες διαφορά απ' το σκοτάδι.
Μόνο ένα καράβι φωτισμένο μακριά να φεύγει,
φωνάζοντάς το στα νερά.
Σηκώθηκες ανόρεχτα κι απογοητευμένα,
"Αύριο, θα έρθει αύριο", είπες
και τράβηξες κι εσύ να κρυφτείς μες στη φωλιά σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου