Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Αγναντεύοντας



Απολαμβάνοντας την γνώριμη ομορφιά ενός δροσερού μεσημεριού
ή μιας ευχάριστα ζεστής νύχτας
στο μπροστινό μου μπαλκόνι,
συμβαίνει πολλές όπως ρίχνω το κεφάλι στην καρέκλα πίσω με τα μάτια κλειστά ,
ν' ακούω μια απόκοσμα όμορφη θάλασσα.
Πλημμυρίζει παράξενα το δρόμο,
καταπίνοτας αχόρταγα μα σιωπηρά όλα τ' αυτοκίνητα, τα δέντρα και τα σπίτια
κι απλώνεται πελώρια, απόλυτη κι αυταρχική παντού.
Η προηγούμενη αντανάκλαση του φωτός σε κάποιον τυχαίο καθρέφτη,
αποτυπώνει ψηλά στον ορίζοντα ένα σχεδόν γεμάτο θολό φεγγάρι
και τα διάσπαρτα διαμαντάκια του ρολογιού μου
φωτίζουν τ' αστέρια που ξεπροβάλλουν ένα ένα.
Εγώ βρίσκομαι μόνη στην απόμερη ακτή
ν' αγναντεύω βυθισμένη στην πιο ήπια μέθη μου τα νερά.
Τότε, καμιά φορά, λίγο έξω απ' τη μεγάλη λεωφόρο του φεγγαριού
διακρίνω ένα τόσο τρεμάμενο φως που πιο πολύ σκιά μου μοιάζει.
Βάζοντας όλη τη δύναμη των αμέτρητων αλήθεια αισθήσεών μου
στην ακοή,
καταφέρνω κάποτε ν' ακούσω τον ήχο μιας μικρής , ανάλαφρης βαρκούλας.
Μοιάζει κι εκείνη λίγο χαμένη ή ήπια μεθυσμένη
αλλά ακούω πλέον καθαρά τον ανεπαίσθητο παφλασμό της
καθώς λυκνίζεται θερμά, σαν ηδονή, στο άγγιγμα των νερών.
Κινείται αέναα, ανέμελη,
σαν όλες οι φουρτούνες να της είναι ξένες και μακρινές,
δεν τις φοβάται.
Το φορτίο της ειναι πολύ μικρό, σχεδόν ανύπαρκτο
κι έτσι οι μεγάλες φουρτούνες δεν τη νοιάζουν.
Μόνο τα μεγάλα καράβια τις φοβούνται, τα βαριά.
Εκείνη, μες την ελαφρότητά της,
συνεχίζει το παράξενο ταξίδι της ανέγγιχτη,
σχεδόν παρθενική.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραίο, τρυφερό. Ευτυχισμένοι όσοι ακούνε το λίκνισμα της "ανάλαφρης βαρκούλας". Πόσους άλλους ήχους θα αφουγκράζονταν!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή